Ιωάννης Παπαδόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Οι δυσκολίες της πίστης στη σύγχρονη εποχή και οι επιπτώσεις στη δημοκρατία
Εισαγωγή: Η δυναμική εισβολή της Νεωτερικότητας στη Δύση
Η εκκοσμίκευση ως απελευθέρωση και ως ρωγμή
Όμως αυτή η ελευθερία που κατακτήθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα άφησε κάποιου είδους νοσταλγία, μια μεταφυσική ρωγμή, η οποία παράγεται από την αίσθηση ότι έχουμε αφήσει για πάντα πίσω μας την εποχή της αθωότητας, όπου ο άνθρωπος πίστευε αυθόρμητα σε μια ανώτερη δύναμη και στην πατροπαράδοτη πίστη, και όπου αναφερόταν φυσικά στο Θεό («φυσική θρησκεία» κατά τον Kant) [2]. Αυτό το αίσθημα, το οποίο μπορεί να πει κανείς ότι είναι παρόμοιο με το αίσθημα της αθωότητας της παιδικής ηλικίας, άφησε ένα πολύ μεγάλο κενό, εξίσου μεγάλο με τη θέση του Θεού στη ζωή μας πριν την εκκοσμίκευση της Νεωτερικότητας («μια πανταχού παρούσα απουσία», κατά τον φιλόσοφο Alain) [3].
Δύο αναλογίες μεταξύ της Νεωτερικότητας του 16ου και της Μετανεωτερικότητας του 21ου αιώνα
Ο 16ος αιώνας, ο οποίος αντιπροσωπεύει την αρχή της διαδικασίας εκκοσμίκευσης που κατέληξε στην «πανταχού παρούσα» απουσία του Θεού, σημαδεύεται από τη Διαμαρτυρία (Προτεσταντισμό). Ο Προτεσταντισμός – και οι ανελέητοι και φοβερά αιματηροί θρησκευτικοί πόλεμοι που ακολούθησαν – υπήρξε αναμφισβήτητα μια τομή για τη Δύση, τη Νεωτερικότητα και την Ευρώπη διότι σημάδεψε το τέλος της μίας και μοναδικής πίστης εξ αποκαλύψεως. Από αυτόν γεννήθηκε η βασική φιλοσοφική και βιωματική στάση του νεωτερικού ανθρώπου, η οποία μπορεί να πει κανείς ότι χαρακτηρίζεται από δύο βασικά πράγματα: τη δυσπιστία και το σχετικισμό. Η δυσπιστία και ο σχετικισμός έχουν την πηγή τους στη θρησκευτική ρήξη που έγινε τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη. Οι νεωτερικές κοινωνίες που αναδύθηκαν από την παλαιά Ευρώπη με την τομή του 16ου αιώνα αντιλήφθηκαν σταδιακά τον εαυτό τους ως «λαϊκές» (laïques), δηλαδή ως κοσμικές, ως μη έχουσες ανάγκη από θρησκευτικές αναφορές.
Όμως ο παράγων, ο οποίος έφερε μια ριζική αλλαγή στο τοπίο και κάνει τη σημερινή εποχή να εμφανίζει κάποιες αναλογίες με τον 16ο αιώνα, είναι η εγκαθίδρυση ενός ευρωπαϊκού Ισλάμ. Το Ισλάμ παίζει έναν ενεργό, καθοριστικό ρόλο, διότι εκεί που η Ευρώπη είχε φτάσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια πλήρως εκκοσμικευμένη κοινωνία, με δυσπιστία και ηθικό σχετικισμό, έρχεται μια πολύ δυναμική θρησκεία και ανασταίνει τον Θεό που είχε πεθάνει (κατά το περίφημο απόφθεγμα του Friedrich Nietzsche) [6]. Και μαζί με αυτό, αναστατώνει την βεβαιότητα που είχε ο δυτικός άνθρωπος ότι είχε τελειώσει ουσιαστικά με τις αποξενωτικές και ανορθολογικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Συνεπώς, εδώ έχουμε μια κάποια αναλογία με τον 16ο αιώνα, με την εισροή μιας νέας θρησκείας, η οποία αναστατώνει τα μέχρι τότε δεδομένα στη Δύση.
Ένα δεύτερο σημείο αναλογίας μεταξύ της νεωτερικής τομής του 16ου αιώνα και της σημερινής μετανεωτερικής εποχής, το οποίο εμφανίστηκε ως συνέπεια της θρησκευτικής ρήξης με την εμφάνιση του Προτεσταντισμού, είναι η απορύθμιση της γνώσης. Λίγο πριν την εμφάνιση του Προτεσταντισμού, ο οποίος συντάραξε από άκρο σε άκρο τη Δυτική Ευρώπη, εμφανίστηκε και η τυπογραφία. Το τυπωμένο βιβλίο αφαίρεσε απ’ τα χέρια της Εκκλησίας το μονοπώλιο της γνώσης. Το ότι κάποιος μπορούσε να στήσει κάπου ένα τυπογραφείο και να τυπώσει, έστω και παράνομα, από το πιο απλό φυλλάδιο μέχρι μια ολόκληρη πραγματεία, απορύθμισε τον έλεγχο της γνώσης. Σήμερα κατ’ αναλογίαν έχουμε το Διαδίκτυο, το οποίο είναι μια εξέλιξη πολύ πιο προχωρημένη, αλλά στην ίδια λογική με αυτήν της εφεύρεσης της τυπογραφίας, ήτοι αυτήν της πλήρους απορύθμισης των διάσπαρτων πηγών γνώσης. Με το Διαδίκτυο, έχουμε πλέον τη διάδοση – με αναρχικό ή ακόμα και με κακόφωνο τρόπο – ενός κυκεώνα γνώσεων, δεδομένων και πληροφοριών, που μοιάζει περισσότερο με ένα χαοτικό σύμπαν παρά με ένα καλά δομημένο γνωσιακό απόθεμα. Όμως και στη μία και στην άλλη περίπτωση, ήτοι και στον 16ο και στον 20ο αιώνα, είχαμε μια απορύθμιση του ελέγχου της γνώσης.
Η αναζήτηση της δυνατότητας πίστης στη Μετανεωτερικότητα
Ετυμολογικό excursus
Η Γαλλική Επανάσταση, χρονικό σημείο διάρρηξης του συμβολαίου αμοιβαίας εμπιστοσύνης της θρησκείας
Όμως σημαίνει αυτό ότι τελειώσαμε και με την πίστη; Μάλλον όχι. Οι ίδιοι οι Γάλλοι επαναστάτες δεν είχαν την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν να κλείσουν το κεφάλαιο «θρησκεία», ότι δηλαδή θα μπορούσαν να καταργήσουν τη θρησκεία και να επιβάλουν μια κοινωνική αθεΐα. Βασική τους φιλοδοξία ήταν να καθυποτάξουν τη θρησκεία, να τη θέσουν υπό την κυριαρχία του πολιτικού – όπως η θρησκεία είχε θέσει υπό την κυριαρχία της το πολιτικό επί αιώνες στη χριστιανική Δύση – ούτως ώστε να γίνει και αυτή ένα εργαλείο στα χέρια του πολιτικού. Ταυτόχρονα όμως, επιδίωξαν να εγκαθιδρύσουν την περίφημη λατρεία του «Υπέρτατου Όντος» («Être Suprême»), που προσλαμβάνει τη μορφή ενός τριγώνου με ένα μάτι στην προμετωπίδα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και σε πολλά άλλα κείμενα εκείνης της εποχής. Διότι οι Γάλλοι επαναστάτες ήταν πολύ συνειδητοποιημένοι για την ανάγκη να ενώσουν το λαό γύρω από κάποιου είδους μεταφυσική πεποίθηση – αν όχι την κλασική χριστιανική πίστη, η οποία ήταν στα χέρια της Καθολικής Εκκλησίας, την οποία θα έπρεπε να καθυποτάξουν, τουλάχιστον κάτι που να πάρει τη θέση αυτής, ένα αρκετά αόριστο και ντεϊστικό Υπέρτατο Ον. Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε ως πρόταγμά της την αθεΐα, την κατάργηση της θρησκείας. Αυτό θα πρέπει να είναι σαφές, αλλά συχνά δεν είναι.
Η απίστευτη ανάγκη να πιστεύουμε
Ωστόσο, ο όρος «πίστη» χρησιμοποιείται πια με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι πριν την έλευση της Νεωτερικότητας. Δε μιλάμε πια για πίστη σε μία και μοναδική θρησκεία ή σε Θεό ή έστω σε κάποιους θεούς. Εδώ μιλάμε για κάτι πολύ ευρύτερο και πολύ συχνά άμορφο, αυτό που ο Spinoza ονόμαζε “conatus” (ενόρμηση ζωής των όντων) [9] και ο Freud ονόμαζε «αρχή της ηδονής» (αρχή που φέρνει το ένα ον κοντά στο άλλο) [10]. Πρόκειται για την ακατάλυτη ψυχική ανάγκη που μας ωθεί όχι μόνο να συνεταιριζόμαστε και να αγαπάμε άλλους, αλλά και να οικοδομούμε από κοινού ιδεώδη, μια κοινή ιδεατή κοινωνία.
Επιστήμη και θρησκεία
Όμως το νεωτερικό τρίπτυχο «επιστήμη – τεχνολογία – πολιτική» έχει μπει πια σε βαθιά κρίση στη μετανεωτερική εποχή. Τι απέγινε η επιστημονική και τεχνική πρόοδος; Έχουμε σίγουρα πολύ μεγάλη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο – και ευτυχώς. Αυτή η πρόοδος – ιδίως η τεχνολογική πρόοδος – παρήγαγε όμως, ως αρνητική όψη, κοινωνίες οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι μηχανιστικές, ψυχρές, εμμονικές με την παραγωγή υλικών αγαθών και την κατανάλωσή τους. Όμως η ειρωνεία είναι εδώ ότι ακόμα και αυτή η συνθήκη που έφερε η επιστήμη και η τεχνική βασίζεται εν μέρει σε θεμέλια, τα οποία είναι εξίσου μη αποδείξιμα με αυτά της θρησκευτικής πίστης. Ας δούμε, για παράδειγμα, την καπιταλιστική πίστη στο «αόρατο χέρι της αγοράς», στο ότι δηλαδή η αγορά αυτορυθμίζεται και ότι θα βρει από μόνη της ένα ορθολογικό σημείο ισορροπίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια άλλη μορφή Θείας Πρόνοιας, δηλαδή μια αόρατη δύναμη (που τώρα λέγεται «ελεύθερη αγορά»), η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να ρυθμίσει ορθολογικά τη ζωή από μόνη της. Είναι δηλαδή και αυτή κατά βάση, εν μέρει τουλάχιστον, μια θεολογική σκέψη. Ακόμα και ο (νέο)κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός, ο οποίος πολύ συχνά είναι υλιστικός, αδιάφορος απέναντι στα θεία ή και ανοιχτά άθεος, είναι και αυτός κατά βάση θεολογικός. Δεν μπορούμε εύκολα να ξεφύγουμε από αυτήν τη συνθήκη. Είναι αμφίβολο κιόλας αν αυτό είναι δυνατόν να γίνει. Όσο και να έχει τεχνικοποιήσει η επιστήμη τη ζωή μας, πάλι αυτή η συνθήκη παραμένει: η ίδια η επιστήμη και η τεχνική έχουν στα θεμέλιά τους κάποιου είδους θρησκευτική πίστη, η οποία βεβαίως είναι αποϊεροποιημένη.
Τι απέγιναν όλες αυτές οι εκκοσμικευμένες θρησκείες, όλες αυτές οι υποσχέσεις για επίγεια ευτυχία, όλα αυτά τα πολιτικά προγράμματα, όλα αυτά τα μαζικά κινήματα ανθρώπων που ήθελαν μια καλύτερη κοινωνία, που είχαν πιστέψει στην υπόσχεση μιας εκκοσμικευμένης αλλά θεολογικής φύσεως ευημερίας; Πολλά από αυτά τα συστήματα σκέψης απαξιώθηκαν, έχασαν το “credere” (την αξιοπιστία, την πίστη τους). Η επιστήμη είναι όντως το τελευταίο οχυρό. Αλλά και αυτή δεν είναι πια παντοδύναμη: δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, ούτε μπορεί – ούτε και πρέπει, εξάλλου – να ακυρώσει επιστημολογικά την ίδια την υπερβατικότητα. Αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί διότι η επιστήμη και η θρησκεία τοποθετούνται σε δύο διαφορετικά επίπεδα λόγου. Η επιστήμη δεν είναι πια όπως την αντιλαμβανόμασταν στο απώγειο της Νεωτερικότητας, ήτοι παντοδύναμη. Η επιστήμη μπορεί να συμβιβαστεί, ασφαλώς σε πολύ διαφορετικά επίπεδα λόγου, με τη θρησκευτική πίστη.
Η αναγκαιότητα και η δυσκολία της πίστης στη Μετανεωτερικότητα
Ο ηθικός σχετικισμός της Μετανεωτερικότητας και η συνωμοσιολογία ως κίνδυνοι για τη δημοκρατία
Μετά από τουλάχιστον τρεις αιώνες επιστημονικού ορθολογισμού, έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε ότι δεν πιστεύουμε πια σε τίποτα ή ότι όλα είναι εξίσου πιστευτά με όλα τα υπόλοιπα, ότι όλα έχουν την ίδια ηθική αξία με όλα τα υπόλοιπα, καθώς δεν υπάρχει πια ένα σύστημα αξιών ή κάποιες αξίες που να είναι ανώτερες των υπολοίπων. Γιατί; Διότι δεν μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε πουθενά ιεραρχία, θα ήταν «αυταρχικό» ή «κυριαρχικό» ή «αποικιοκρατικό» να το κάνουμε, όπως ακούμε συχνά σήμερα. Έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο του εγκαθιδρυμένου πλέον σχετικισμού, το οποίο όμως είναι αβίωτο διότι η φύση έχει «φρίκη του κενού» (horror vacui) και στη θέση του κενού στην ανάγκη πίστης, που άφησε πίσω του ο Θεός που πέθανε (ή που εν πάση περιπτώσει βγάλαμε απ’ το θρόνο Του), στη θέση των παλιότερων απόλυτων αληθειών, ακόμα όμως και στη θέση της επιστήμης (η οποία δεν είναι πια αυτό που ήταν καθώς παρατηρούμε μια διάχυτη γνώμη περί της επιστήμης, αφ’ ης στιγμής όλοι έχουν πια μια «άποψη» περί της επιστήμης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), εγκαθιδρύθηκε ένα άναρχο τοπίο από σέκτες συνωμοσιολογίας, μια διάχυση ιδεών συνωμοσίας. Έχουμε πλέον μπει στα βαθιά νερά της γνωσιακής ψυχολογίας, όπου αυτή η ανάγκη πίστης, επειδή ακριβώς έχει καταρρεύσει συνολικά και έχει επέλθει ένας σχετικισμός, υποκαθίσταται, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, από μια άναρχη, κακόφωνη και πολύ επικίνδυνη και αποσταθεροποιητική για τις κοινωνίες μας συνωμοσιολογία. Αυτό φαίνεται πάρα πολύ με την πανδημία Covid-19, που έχει γίνει το προνομιακό πεδίο της συνωμοσιολογίας: ο καθένας πια έχει τη δική του αλήθεια και τη δική του γνώμη, ο καθένας γνωρίζει καλύτερα για τα εμβόλια από τους επιστήμονες, που μας λένε ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και ότι έχουν περάσει και τις τρεις φάσεις κλινικών δοκιμών. Και το γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το λέει και δεν ντρέπεται γι’ αυτό γιατί ξέρει ότι και άλλοι θα πιστέψουν τέτοιες θεωρίες συνωμοσίας.
Υπάρχουν διάχυτες αυτές οι εστίες απόλυτου σχετικισμού, δηλαδή ουσιαστικά συνωμοσίας. Δεν υπάρχει πλέον ένας εγκαθιδρυμένος ορθός λόγος που να είναι κοινής αποδοχής. Έχουμε πολύ υψηλό υστερικό συντελεστή (αν χρησιμοποιήσουμε έναν ψυχαναλυτικό όρο), πολύ υψηλό επίπεδο αμφιβολίας και δυσπιστίας, με μια νευρωτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή όπως είναι. Υπάρχει δυσκολία αποδοχής των αυθεντιών (authorities): ο ειδικός που μιλάει, γιατί είναι «αυθεντία»; Γιατί ξέρει καλύτερα αυτός από εμένα;
Ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει φτάσει στη φάση που δεν είναι απλώς ο άνθρωπος της Νεωτερικότητας, ο οποίος δεν πίστευε σε τίποτα, ακολουθώντας το project της Νεωτερικότητας να εκκενώσουμε τη θρησκευτική πίστη, να την βγάλουμε απ’ το τοπίο. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει ό,τι νά ’ναι – κάτι που είναι χειρότερο από την προηγούμενη συνθήκη. Έχουμε πίστεις θρησκευτικού, ή μάλλον σεκταριστικού, τύπου, οι οποίες έχουν πλέον απελευθερωθεί από κάθε είδους έλεγχο. Αυτόν τον έλεγχο του ιερατείου τον οποίον πολεμούσαμε, τώρα τον νοσταλγούμε σε κάποιο βαθμό γιατί μπορούσε να ελέγξει την πίστη. Τώρα έχουν πλήρως απορυθμιστεί αυτές οι διάφορες σεκταριστικές, συνωμοσιολογικές, αναρχικές και σκοταδιστικές πίστεις, οι οποίες καταλήγουν σε σύγχρονες δεισιδαιμονίες. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει πια μια ανώτερη αυθεντία, στην οποία με φυσικό τρόπο να αναφερθούμε και την οποία να αποδεχτούμε, μια αυθεντία που να δεχόμαστε πως ισχύει αυτό που θα πει. Ο καθένας πλέον ουσιαστικά την ενόρμησή του την κάνει γνώση. Για να το πούμε απλά: ο καθένας πιστεύει αυτό που τον βολεύει και απομονώνεται σε ένα χώρο όπου και οι υπόλοιποι πιστεύουν το ίδιο, άρα ανατροφοδοτούνται (τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη).
Παραδόξως, η συνωμοσιολογική πίστη είναι αντεστραμμένος φόβος: οι συνωμοσιολόγοι πιστεύουν κυρίως αυτό που τους τρομάζει. Φοβάμαι τα εμβόλια για κάποιον ανορθολογικό λόγο; Πιστεύω ότι τα εμβόλια είναι ψεύτικα, προϊόν συνωμοσίας για να μας ελέγξουν και ούτω καθεξής. Έχουμε δηλαδή πλέον μια «δημοκρατία των ευηθών» (ο ευήθης είναι αυτός που πιστεύει αφελώς ό,τι να ’ναι). Έχουμε ίσως-ίσως μια «δημοκρατία των ανοήτων», αν μου επιτρέπεται ο όρος, όπου ο καθένας μπορεί να πιστέψει ό,τι θέλει. Σ’ αυτό το σύμπαν της απορύθμισης, το οποίο επιδεινώνεται από τον ποταμό πληροφοριών και κυρίως εικόνων που πλημμυρίζουν τις οθόνες μας, κυριαρχεί μια ειδωλολατρία της εικόνας: μας είναι δύσκολο να βρούμε μια άκρη από όλες αυτές τις εικόνες και να κατανοήσουμε ποια εικόνα έχει μεγαλύτερη αξία και ποια δεν έχει καθόλου.
Ο θρησκευτικός φανατισμός και η ριζοσπαστικοποίηση ως απολήξεις του σχετικισμού
Εξ ου και η περίφημη «επιστροφή του θρησκευτικού»: Όμως δεν έχουμε να κάνουμε στην κυριολεξία με επιστροφή του θρησκευτικού. Δε μιλάμε εδώ για μια επιστροφή της θρησκευτικής πίστης και της κλασικής θρησκευτικής πεποίθησης όπως τις γνωρίζαμε. Εδώ μιλάμε για μια κραυγή απόγνωσης, η οποία παίρνει και συλλογική μορφή. Είναι δηλαδή η απεγνωσμένη αναζήτηση μιας βεβαιότητας εκεί όπου έχουν καταρρεύσει οι βεβαιότητες. Και τι μεγαλύτερη βεβαιότητα απ’ το να πληρώσεις με το ίδιο σου το αίμα τις ιδέες σου – όποιες και αν είναι αυτές; Στον τζιχαντισμό δεν έχουν πολλή σημασία οι ιδέες. Σημασία έχει η ιδέα της μαρτυρίας, ότι δηλαδή κάποιος θα επιλέξει να γίνει μάρτυρας, να πεθάνει γι’ αυτό που πιστεύει, να αποδείξει σε όλους, με τον μαρτυρικό του θάνατο, ότι ζουν μέσα στην έλλειψη πίστης. Σκοτώνοντας και ακυρώνοντας τον αντίπαλο προβαίνει σε μια πλήρη αντιστροφή της εσχατολογικής ελπίδας. Ο τζιχαντισμός βασίζεται στην ελπίδα ότι η πράξη της διαγραφής του «απίστου» από την επιφάνεια της Γης μπορεί να απαλύνει λίγο την απόγνωση που πολλοί έχουν μέσα τους και να τους δώσει μια βεβαιότητα.
Αυτή είναι μια πολύ διαφορετική πια πίστη, μια «πλήρης αντιστροφή των αξιών» (Nietzsche) [13]. Πριν, είτε θρησκευτικά είτε κοσμικά ιδεώδη είχαν ως αποστολή τους να μας συνενώνουν (religare), να ενώνουν δηλαδή το άτομο με την κοινωνία και να φτιάχνουν κοινότητα. Σήμερα πια δεν υπάρχουν όλα αυτά. Η θρησκεία έχει εξατομικευθεί με αυτόν τον ακραίο, ριζοσπαστικό τρόπο ως απόλυτη έκφραση της ατομικότητάς μας: εγώ θα δείξω σε όλους ποιος είμαι και τι αξίζω, ακόμα και με τρομοκρατική πράξη θανάτου. Έχουμε δηλαδή διακοπή της αλυσίδας μετάδοσης των γνώσεων και των αξιών. Ο καθένας, στη δική του γωνιά, μπορεί να φτιάξει τα δικά του, εξατομικευμένα εργαλεία «πίστης» χρησιμοποιώντας το Διαδίκτυο. Πρόκειται για μια καθαρά ταυτοτική, περίκλειστη πίστη, που σε κλείνει στον εαυτό σου. Διεκδικείς μια θρησκευτική ταυτότητα, η οποία σε αποκόπτει από τους άλλους – και μάλιστα βλέπεις τους άλλους ως εχθρούς που πρέπει να εξουδετερώσεις.
Ορισμένες καταληκτικές σκέψεις
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν εδώ που έχουμε φτάσει; Είναι τόσο άσχημα τα πράγματα;
Το δεύτερο πράγμα που κρατάμε είναι μια ανάγκη ανανεωμένης ηθικής. Ένας Jürgen Habermas (από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα, εκκοσμικευμένος – όχι θρήσκος – και καθαρά στοχαστής του Διαφωτισμού), το λέει και ο ίδιος ανοιχτά: Οφείλουμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τις πηγές του πολιτισμού μας, που είναι θρησκευτικές, για να επανατροφοδοτήσουμε μια ανανεωμένη ηθική [14].
Σύνδεση και ηθική, λοιπόν. Μια ηθική στάση σύνδεσης με τους υπόλοιπους, αυτό είναι το σύγχρονο νόημα του ιερού. Και αυτό το βλέπουμε μέσα στην τρέχουσα πανδημία, όπου το δικό μου σώμα είναι φορέας ευθύνης και αν εμβολιαστώ, θα το κάνω από πίστη στην κοινότητα με την οποία συνδέομαι και επειδή οφείλω να προφυλάξω τους άλλους – και βέβαια και τον ίδιο μου τον εαυτό – από το να είναι μέρος της αλυσίδας μετάδοσης του ιού.
Άρα στη σημερινή συνθήκη, μπορεί κάλλιστα κανείς να είναι και αγνωστικιστής και πιστός, αρκεί βεβαίως να πάρουμε τα καλά αυτά στοιχεία και να αφήσουμε όλα τα άλλα, τα οποία προκάλεσαν και δυστυχώς ακόμα προκαλούν τους ποταμούς αίματος της θρησκευτικής (ισλαμιστικής εν προκειμένω) τρομοκρατίας. Βγαίνουμε από τη θρησκεία; Μπορεί. Η Νεωτερικότητα όντως μας έβγαλε από τη θρησκεία και όντως εκθρονίσαμε τον Θεό και έμεινε κενός ο θρόνος Του. Όμως δε μας έβγαλε από την ανάγκη της κοινωνικής σύνδεσης και της ηθικής. Δε μας έβγαλε από την ανάγκη της πίστης, της υπερβατικότητας – ασχέτως αν αυτή έχει θρησκευτική αναφορά ή όχι.
Συνοπτικά: Έξοδος από τη θρησκεία για μια επανείσοδο, ουσιαστικά, στη θρησκεία. Διότι ο ορθός λόγος – όπως είχε καταλάβει ήδη ο Blaise Pascal, ο οποίος ήταν λαμπρός επιστήμονας και ο ίδιος, όταν έγραφε πολεμικά κατά του Descartes τον 17ο αιώνα [15] –, δεν αρκεί για μια πλήρη ζωή. Δεν μπορείς να έχεις ανθρώπινη ζωή, κοινότητα και ηθική μόνο με τη ριζική καρτεσιανή αμφιβολία και με τη θρησκεία της επιστήμης, τη θρησκεία του ορθού λόγου. Είδαμε ότι αυτό δεν μπορεί να σταθεί: έφερε εξίσου πολλά προβλήματα και κινδύνους με αυτούς της προηγουμένως άνωθεν επιβαλλόμενης θρησκείας. Υπάρχουν δύο άκρα, όπως έλεγε ο Pascal: το ένα άκρο είναι να αποκλείσουμε τον ορθό λόγο και το άλλο άκρο είναι να μην αποδεχόμαστε παρά μόνο τον ορθό λόγο [16]. Ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για μια έξοδο από την κλασική θρησκεία και μια επανείσοδο σε ένα σύμπαν όπου αυτή η διπολική αντίθεση μεταξύ του ελλόγου και της πίστης δεν έχει πια λόγο ύπαρξης. Μπορούμε δηλαδή να έχουμε μια πιο πλήρη κατανόηση του ανθρώπου ως ενός όντος που είναι ολικό, που χρειάζεται και ορθό λόγο αλλά και πίστη, ασχέτως αν είναι θρησκευτική ή κοσμική, γιατί αλλιώς δε θα είναι πλήρης άνθρωπος.
References
[1] French law on the Separation of the Churches and the State (Loi de séparation des Églises et de l’État) of 1905.
[2] Immanuel Kant, Religion and Rational Theology, Allen W. Wood & George di Giovanni eds. & transl., Cambridge, UK: The Cambridge edition of the works of Immanuel Kant, 1996.
[3] Alain, Propos sur la religion, Paris: PUF, 1969 (original edition 1938).
[4] Francis Bacon, Novum Organum, Joseph Devey ed., New York: P.F. Collier, 1902 (original edition 1620).
[5] René Descartes, Discours de la méthode, Charles Adam & Paul Tannery eds., Paris: L. Cerf, 1902 (original edition 1637).
[6] Friedrich Nietzsche, Also sprach Zarathustra, Ditzingen: Reclam, 1978, p. 5 (original edition 1883-1885).
[7] Julia Kristeva, Cet incroyable besoin de croire, Paris: Bayard, 2018.
[8] Sigmund Freud, Die Zukunft einer Illusion, in Gesammelte Werke, Bd. 14. London: Imago, 1948 (original edition 1927).
[9] Benedict de Spinoza, The Ethics, transl. R. H. M. Elwes, Project Gutenberg, part 3 (original edition of Ethica, ordine geometrico demonstrata 1677).
[10] Sigmund Freud, Zur Technik der Psychoanalyse und zur Metapsychologie, Norderstedt: Vero, 2015 (original edition 1911).
[11] Friedrich Wilhelm Nietzsche, Die fröhliche Wissenschaft, Ditzingen: Reclam, 2000 (original edition 1882).
[12] Alexis de Tocqueville, De la démocratie en Amérique, tome 2, Paris: Pagnerre, 1848, p. 176.
[13] Friedrich Wilhelm Nietzsche, Der Antichrist: Versuch einer Kritik des Christentums, Hamburg: Nikol Verlag, 2008 (original edition 1895).
[14] Jürgen Habermas, “Religion in the Public Sphere”, European Journal of Philosophy 14(1), 1-25 (2006).
[15] Blaise Pascal, Pensées, Léon Brunschvicg éd., Paris: Hachette, 1904, tome 1, p. 98, pensée n° 78: “Descartes inutile et incertain” (“Descartes is useless and uncertain”) (original edition 1670).
[16] Blaise Pascal, Fragment “Soumission et usage de la raison” n° 4/23, Paris: Éditions de Port-Royal, 1669, chapitre V: “Il faut savoir douter où il faut, assurer où il faut, se soumettre où il faut. Qui ne fait ainsi n’entend pas la force de la raison. Il y en a qui pèchent contre ces trois principes, ou en assurant tout comme démonstratif, manque de se connaître en démonstrations ; ou en doutant de tout, manque de savoir où il faut se soumettre ; ou en se soumettant en tout, manque de savoir où il faut juger” («Πρέπει να μάθουμε να αμφιβάλλουμε όταν πρέπει, να είμαστε βέβαιοι όταν πρέπει, να υπακούμε όταν πρέπει. Όποιος δεν ενεργεί έτσι δεν κατανοεί τη δύναμη του ορθού λόγου. Υπάρχουν άνθρωποι που παραβιάζουν αυτές τις τρεις αρχές, είτε βεβαιώνοντας τα πάντα αποδεικτικά, επιδεικνύοντας έτσι αμάθεια σχετικά με την απόδειξη, είτε αμφισβητώντας τα πάντα, επιδεικνύοντας έτσι αμάθεια σχετικά με το πότε πρέπει να υπακούμε, είτε υπακούοντας στα πάντα, επιδεικνύοντας έτσι αμάθεια σχετικά με το πότε πρέπει να αναπτύσσουμε κριτική ικανότητα»).